- θεατρώδης
- θεατρ-ώδης, ες,A theatrical, in a bad sense, of persons, Vett.Val.14.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] … Dictionary of Greek
θεατρῶδες — θεατρώδης theatrical masc/fem voc sg θεατρώδης theatrical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατρώδεις — θεατρώδης theatrical masc/fem acc pl θεατρώδης theatrical masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)